ένας


μαύρη παλίρροια απλώνεσαι και ξαφρίζεις πάνω στον αμφαλό μου
λευκό γιασεμί και πράσινες άκρες από γκαζόν φρεσκοσπαρμένο 
τ’ άρωμα που οσφραίνομαι να στάζει ο λαιμός σου
λικέρ κράνο και παγωτό μόκκα στην άκρη της γλώσσας σου γεύομαι

πώς αλλάζουν οι γλώσσες και οι λέξεις που γεμίζεις τα ποιήματα σαν βρεις ένα νέο τετράδιο, μια πένα με μαύρη [κατάμαυρη] μελάνη, ένα ρυθμό να πατήσεις τις νότες όπως μια-μια θα τις στήσεις πάνω πεντάγραμμο. μουτζουρώνω νευρικά, σκιτσάρω έναν τυχαίο άνθρωπο ώστε να μπορέσω να τον βοηθήσω να αδειάσει το μέσα μου, φτυαριά φτυαριά την κοπριά, τα φύλλα τα ξερά


 για να χωράς να τεντώνεσαι στα σεντόνια μου 

                            κυριακής πρωινά

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου