Ιστορία- Carol Ann Duffy (μετάφραση)

Ξύπνησε γερασμένη επιτέλους, μόνη,
κόκκαλα σε κρεβάτι, ούτε ένα δόντι
στο κεφάλι της, ημίνεκρη, σύρθηκε
και τρέκλισε στον κάτω όροφο
μες στο κουρέλι του νυχτικού της,
ζέχνοντας κάτουρο.

Ρούφηξε τσάι, κοίταξε επίμονα
το χέρι της- φλέβες, λεκιασμένα γάντια-
κοντανάσανε και έβηξε, τράβηξε
το παλτό που κρεμόταν από ένα γάντζο
στην πόρτα, ξάπλωσε στον καναπέ,
μισοκοιμήθηκε, ροχάλισε.

Ήταν Ιστορία.
Τους είχε δει να τον ξεκρεμάνε απαλά
από τον Σταυρό, τη μητέρα του να παλεύει
για μιαν ανάσα, λες κι ο θάνατός του
ήταν μια δύσκολη γέννα, οι στρατιώτες φτύνουν,
δόρια στη γη.

ήταν εκεί
όταν ο ψαράς ορκίστηκε πως είχε επιστρέψει
από τους νεκρούς, είδε τις βασιλείες να αναδύονται
Ιερουσαλήμ, Κωνσταντινούπολη, Σικελία, παρακολουθούσε
επί εκατό χρόνια καθώς ο αέρας της Ρώμης
γινότανε πέτρα,

είδε με τα μάτια της τους πολέμους,
τις αιματηρές σταυροφορίες, τις ήξερε χρονολογικά
και αλφαβητικά, Μπάνοκμπερν, Πάσκεντεϊλ,
Μπάμπι Γιαρ, Βιετνάμ. Είχε ακούσει τις τελευταίες λέξεις
των μαρτύρων που κάηκαν στον πάσσαλο, των δολοφόνων
που κρεμάστηκαν από τον λαιμό,

παρακολούθησε από κοντά
πώς ο άγιος σφύριξε και έφτυσε στις φλόγες,
πώς ο δικτάτορας που βαδίζει και τραυλίζει στην ταινία 
τίναξε στον αέρα τα μυαλά του, πώς τα παιδιά κουνούσαν
τα μικρά τους χέρια μέσα απ' τα τραίνα. Ξύπνησε πάλι,
κρύο, στο σκοτάδι,

στο άδειο σπίτι.
Τούβλα σπάνε το παράθυρο αυτή τη φορά, κλέφτες
μέσα στη νύχτα. Όταν χτυπήσαν το κουδούνι της
δεν ήταν κανείς εκεί, φρέσκο γκράφιτι γραμμένο
πάνω στην πόρτα της, σκατά τυλιγμένα σε μια εφημερίδα τοποθετημένη
πάνω στο πάτωμα.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου