Ευχαριστώντας τη μητέρα μου για τα μαθήματα πιάνου - Diane Wakoski (μετάφραση)

Η ανακούφιση όταν τοποθετείς τα δάκτυλά σου στα πλήκτρα
λες και περπατούσες στην παραλία
και βρήκες ένα διαμάντι
σε μέγεθος παπουτσιού

λες και
έχεις μόλις φτιάξει ένα ξύλινο τραπέζι
και η μυρωδιά απ' το πριονίδι βρίσκεται στον αέρα,
τα χέρια σου ξερά και ξύλινα

λες και
έχεις ξεφύγει
από τον άντρα με το σκούρο καπέλο που σε ακολουθούσε
όλη τη βδομάδα

η ανακούφιση
όταν τοποθετείς τα δάκτυλά σου στα πλήκτρα
παίζοντας τις συγχορδίες των
Μπετόβεν,
Μπαχ,
Σοπέν
        ένα απόγευμα που δεν είχα κανέναν για να μιλήσω,
        τη στιγμή που οι μορφές στις διαφημίσεις των περιοδικών με τα απαλά πουλόβερ
        και τα καθαρά λαμπερά μαλλιά της ρεπουμπλικάνικης μεσαίας τάξης,
        μπαίναν μέσα σε σπίτια με μοκέτες
        και με άφηναν μόνη
        με γυμνά πατώματα και λιγοστά βιβλία

θέλω να ευχαριστήσω τη μητέρα μου
για το ότι δούλευε κάθε μέρα
σε ένα μουντό γραφείο
σε γκαράζ και εταιρείες ύδρευσης
κόβοντας το ζαχαρούχο γάλα από τον καφέ της στα 40
για να χάσει βάρος, το βαρύ κορμί της
γράφοντας τα ευαίσθητα λογιστικά βιβλία
μόνη, χωρίς κανέναν άντρα να κοιτάζει το πρόσωπό της,
το σώμα της, τα πρόωρα ασπρισμένα μαλλιά της
ερωτευμένος
                    θέλω να ευχαριστήσω
τη μητέρα μου για το ότι δούλευε και πάντα πλήρωνε για
τα μαθήματα πιάνου μου
πρωτού πληρώσει το δάνειο της Εθνικής Τράπεζας
ή αγοράσει τα ψώνια της εβδομάδας
ή στείλει για επιδιόρθωση τα παλιοσίδερα του γερασμένου μας Φόρντ.

Ήμουν ήσυχο παιδί
φοβόμουν να μπω σε μαγαζιά μόνη,
φοβόμουν το νερό,
τον ήλιο,
τα βρωμόχορτα στις πίσω αυλές,
φοβόμουν την δύσοσμη ανάσα της μητέρας μου,
και φοβόμουν τις περιστασιακές επισκέψεις του πατέρα μου στο σπίτι,
γνωρίζοντας ότι θα έφευγε πάλι
φοβόμουν το να μην έχω λεφτά,
φοβόμουν το αδέξιο σώμα μου,
που γνώριζα
                πως κανείς ποτέ δε θ' αγαπήσει

Αλλά βρήκα τον δρόμο μου
πάνω στο γέρικο όρθιο πιάνο
αγορασμένο για 10 δολλάρια,
βρήκα τον δρόμο μου μέσα από τον φόβο,
μέσα από την ασχήμια,
μέσα από το μεγάλωμα σε έναν κόσμο με αγορές από μαγαζιά του ενός ευρώ,
και μια επιθυμία να αγαπήσω
έναν κόσμο δίχως αγάπη.

Βρήκα τον δρόμο μου μέσα από ένα άσχημο πρόσωπο
και μοναχικά απογεύματα, μέρες, βράδια, νύχτες,
ακόμα και πρωινά, άδεια
όπως μια ξεχασμένη κανάτα καφέ,
βρήκα τον δρόμο μου μέσα από τα θρο
ΐσματα της άνοιξης
και ήθελα τα πάντα γύρω μου να τρεμοπαίζουν σαν τη στενή παλίρροια
σε μια παραλία την ώρα του ηλιοβασιλέματος στην Ν. Καρολίνα,
βρήκα τον δρόμο μου μέσα
από ένα άδειο καπέλο του πατέρα μου μέσα στη ντουλάπα της μητέρας μου
και ένα κρεβάτι που κοιμήθηκε μόνο στη μια του μεριά,
δίχως ποτέ να τσαλακώσει μια ίντσα από
την άλλη πλευρά,
περιμένοντας,
περιμένοντας,

βρήκα τον δρόμο μου μέσα από διακρίσεις στο σχολείο,
το μόνο μέρος που μπορούσα
να μιλήσω
                η τάξη
                ή στα μαθήματα πιάνου μου, το καναρίνι της Δασκάλας μου πάντα
                τραγουδούσε υπέροχα για τα ταλέντα μου,
                λες και είχα απεκδυθεί τμήμα του σώματός μου κατά την είσοδο μου
                στο σπίτι της
                και τώρα έψαχνα σε κάθε φιλντισένια θήκη
                των πλήκτρων, περνώντας τα δάκτυλά μου πάνω από μαύρες
                ράχες και γύρω από λείες πέτρες,
                απορώντας πού είχα χάσει τα αναθεματισμένα μου όργανα,
                ή το στόμα μου που μερικές φορές άνοιγε
                σαν Καλιφορνέζικη παπαρούνα,
                ορθάνοιχτη κάνει αντίθεση
                όμορφη στα απέραντα χωράφια,
                ολότελα κλειστή μέρα και νύχτα,

Βρήκα τον δρόμο μου από ηλικία σε ηλικία
αλλά όλες μοιάζαν αγέραστες
ή ίσως πάντα
γέρικη και μοναχική,
επιθυμώντας ένα μόνο πράμα, περιστοιχισμένη με τη μουντή πικρή μυρωδιά
από φύλλα πορτοκαλόδεντρων,
επιθυμώντας μόνο να αγγιχτώ από έναν άντρα που θα μ' αγαπούσε,
που θα ήταν εκεί κάθε νύχτα
να βάζει το μεγάλο δυνατό του χέρι πάνω απ' τον ώμο μου,
που δίπλα στους γοφούς του θα ξυπνούσα κάθε πρωί,
που τα μουστάκια του ίσως άγγιζαν ένα αποκοιμισμένο πρόσωπο,
ενώ ονειρεύεται πιάνα που βγάζουν τον ήχο του Μότζαρτ
και του Σούμπερτ δίχως να έχουν την απαίτηση
η ζωή να ρουφάει τα πάντα
από μέσα σου κάθε μέρα,
δίχως να έχουν την απαίτηση του κενού
μιας άτολμης σύντομης ζωής.

Θέλω να ευχαριστήσω τη μητέρα μου
για το ότι με άφηνε να την ξυπνάω μερικές φορές στις 6 το πρωί
όταν εξασκούμουν για τα μαθήματά μου
και για το ότι βεβαιώθηκε πως θα είχα ένα πιάνο
για να αφήνω πάνω τα σχολικά βιβλία μου, κάθε απόγευμα.
Δεν έχω αγγίξει το πιάνο εδώ και 10 χρόνια,
ίσως από φόβο πως η λίγη αγάπη που θα ήμουν ικανή να
βγάλω, σαν χνούδι, από τις γωνιές στις τσέπες,
θα χαθεί,
θα γλιστρήσει μακρυά,
μέσα στο τρομακτικά αδειανό σπήλαιό μου
αν ποτέ μπω στον κόπο να το ανοίξω ξανά.
Η αγάπη είναι ένας άντρας
με ένα μουστάκι
που με κρατά απαλά κάθε νύχτα,
πάντα βρίσκεται εκεί όταν χρειάζομαι να τον αγγίξω
αυτός δε θα μπορούσε να γνωρίζει την επίπονα δυνατή
μουσική από το παρελθόν που
η αγάπη του σταματά από το να κοπανιέται, να χτυπιέται,
να σφυροκοπιέται μέσα στο μυαλό μου,
που βάζει τα δυνατά της να καταστρέψει τους εύθραυστους νευρώνες μου όταν
είμαι μόνη
αυτός δεν ακούει το καναρίνι της Δασκάλας μου να τραγουδάει για μένα,
απολαμβάνοντας τον ήχο από το μάθημά μου για αυτή τη βδομάδα,
μιλώντας μου,
επιβεβαιώνοντας αυτό που λέει η δασκάλα μου,
ότι έχω ένα χάρισμα στο πιάνο
που ελάχιστοι από τους υπόλοιπους μαθητές της έχουν.
Όταν αγγίζω τον άντρα
που αγαπώ,
θέλω να ευχαριστήσω τη μητέρα μου που μου παρείχε
μαθήματα πιάνου
όλα αυτά τα χρόνια,
κρατώντας ζωντανή την ανάμνηση του Μπετόβεν,
ενός κουφού βασανισμένου άνδρα,
στο μυαλό μου
                    της ομορφιάς που μπορεί να προκύψει
ακόμα κι από ένα άσχημο
παρελθόν.





Diane Wakoski, “Thanking My Mother for Piano Lessons” from Emerald Ice: Selected Poems 1962-1987. Copyright © 1988 by Diane Wakoski. Reprinted
with the permission of David R. Godine/Black Sparrow Press, www.blacksparrowbooks.com/titles/wakoski.htm.
Source: Emerald Ice: Selected Poems 1962-1987 (1988)

https://www.poetryfoundation.org/poems/46661/thanking-my-mother-for-piano-lessons

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου