Κι έτσι όταν ο Μ πέθανε, εκείνη στράφηκε
στον σκύλο. Τα χάλκινα μάτια του, οι μυώδεις
γοφοί του. Ο τρόπος που κούρνιαζε
στην πόρτα του γραφείου του Μ λες και
αισθανόταν το σώμα που του έλειπε
από πίσω της. Κάτι που εκείνη δεν θα
επέτρεπε στην ίδια να νιώσει, με στεγνά μάτια
στην κηδεία, αρνείται να μαζέψει
τα παντελόνια του που ακόμα κρέμονται στην ντουλάπα
κάτω από τα οποία o σκύλος κοιμήθηκε, εισπνέοντας
τα τελευταία μόρια του Μ μέχρι που,
από εξωφρενική ευγένεια
ή οίκτο, έδωσε στον σκύλο
ένα από τα πουλόβερ του. Παρακολουθούσε
ενώ ο σκύλος το κύκλωνε και το πατούσε, διαλύοντας
το βαμβακερό υλικό στην προσπάθειά του
να κοιμηθεί. Αδύνατο
να μη λατρέψεις τέτοια ανάγκη, σκέφτηκε, λέγοντας
πως ήταν αυτό το παθος του να έρθει όσο πιο κοντά γίνεται
σε αυτό που ποτέ δεν θα αποκτήσει
που την έλκυε: δεν μπορούσε να σταματήσει
να τον αγγίζει, να τον τραβάει
πάνω της, να μαζεύει τις πυκνές δίπλες
του δέρματος στον λαιμό του με τα δάχτυλά της, να ζυμώνει
στις παλάμες της τη ζεστή μυρωδιά ποπκόρν
από τις πατούσες του, από τα αφτιά του. Να ξυπνάει
στο κρεβάτι με αχνές κηλίδες να απλώνονται
στα σεντόνια της, κόκκινους μώλωπες στο στήθος της
εκεί που τη γρατζούνησε και τη δάγκωσε.
Ήθελε να κάνει τον σκύλο να νιώσει
για κείνη κάτι εξίσου δυνατό
με τον θρήνο του για τον Μ. Ξεκινήσε ακόμα
και να μισεί τα πράγματα του Μ, το κασμιρένιο πουλόβερ
ριγμένο τώρα στα σκουπίδια, βιβλία και παντελόνια
καμένα, φωτογραφίες του ριγμένες κάτω
από το ράφι της κρεβατοκάμαρας. Θρήνος,
είπε η μητέρα της, όταν ήρθε για επίσκεψη,
δικαιολογώντας της κόρης της τις έξαλλες
ορέξεις. Ωστόσο πρόσεχε μη χάσεις
τον έλεγχο, προειδοποίησε,
λες και το υπερβολικό συναίσθημα πρέπει να λογίζεται
ως μειονέκτημα. Την ίδια διάλεξη
που της είχε δώσει στο λύκειο
τη νύχτα που ένα αγόρι ήρθε με ώρες
καθυστέρηση στο ραντεβού, και παρ' όλα αυτά έτρεξε,
αδιαμαρτύρητα, να τον συναντήσει. Δεν ντρέπεσαι
για λογαριασμό σου, την είχε ρωτήσει η μητέρα της
κατά την επιστροφή της, εννοώντας
πόσο πρόθυμα είχε αφεθεί στο
να εξευτελιστεί. Αλλά ο έρωτας ήταν ένας εξευτελισμός.
Τους πρώτους μήνες που ερωτοτροπούσαν, ο Μ
απολάμβανε να σέρνεται στα πόδια της
την ώρα του σεξ, τρώγοντας τα κρακεράκια
που κρατούσε σαν αντίδωρο, ντυμένος
με το μαύρο τελώνιο του ιερέα
που είχε βρει για τους δυο τους: μια στολή
σε εφιαλτικό χρώμα που είχε ξεθάψει
στο βεστιάριο ενός τοπικού θιάσου.
Και του έκανε το χατίρι: ο γάμος τους,
το σεξ τους, δεν μπορούσε να αντισταθεί,
ακόμα κι όταν της ζητούσε
να τον χτυπήσει, το έκανε: δεν είχε ξαναδεί
κανέναν να θέλει κάτι τόσο απροκάλυπτα ως τότε.
Τρεις μήνες μετά τον θάνατο του Μ, ο σκύλος
έπιασε ψύλλους. Και τον παρακολουθούσε, υπνωτισμένη,
να ξύνει το λεπτό δέρμα των αφτιών του, να δαγκώνει
τα πόδια και την κοιλιά του μέχρι να ματώσουν,
μέχρι που επέτρεψε και στην ίδια να
μολυνθεί από αυτούς: τα ρούχα της, τα σεντόνια
διάστικτα από χοντρές μαύρες κεφαλές καρφίτσας
που τους καταβρόχθιζαν και τους δυο, το αίμα που μοιράζονταν
σχημάτιζε μώλωπες στα πλευρά τους. Εις σάρκα μίαν,
είπε μια φορά ο Μ όπως ξάπλωναν, με τα μέλη τους
μπλεγμένα, τα πόδια της περασμένα ανάμεσα από τα δικά του —
ή μήπως τα δικά του ανάμεσα από τα δικά της;— τα μακριά άκρα τους
μυώδη και γυμνά, καλυμμένα από το
φως του απογεύματος με την ίδια
χρυσή φουρκέτα. Πόσο κοντά είχε φτάσει
στο να τον αγαπήσει πραγματικά. Πρέπει να ξεφορτωθείς
αυτό το ζώο, δήλωσε η μητέρα της
ένα βράδυ στο τραπέζι της κουζίνας, τρομοκρατημένη
από το περιδέραιο από δαγκωνιές, από τις αδηφάγες
διατροφικές της συνήθειες. Πόσο άπληστα
έτρωγε: το λυπηρό αποτέλεσμα, είπε η μητέρα της,
του να ζεις πολύ καιρό μόνη. Είσαι ελάχιστα
καλύτερη από αυτό το σκυλί, την επέκρινε η μητέρα της,
στο σημείο αυτό σηκώθηκε από το τραπέζι,
έριξε το φαγητό της στο πάτωμα,
κι έπεσε στα τέσσερα για να το φάει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου