στα στενά σου βήματα το χέρι μου θα βάλω μες στον πάγκο
ψιλοκομμένος αρακάς και καναβούρι με περιμένει άπλετο στην ταϊστρα
όταν σε ανατρέπω μέσα μου τα όνειρά μου χάνουν το ασπρόμαυρο φόντο τους γεμίζουν μπλε με κίτρινες σπίθες που καψαλίζουν τα φρύδια μου όπως όταν πάω ν' ανάψω αποτσίγαρο με φλόγιστρο
μα γιατί δεν γίνεται αναρωτιέται ένας ψύλλος που χει κατακάτσει στη ντουλάπα μου μετά από κάτι χρόνια διακοπών να συνεχίσει αυτό το πετυχημένο έργο, το κοινό χαμογελά χαιρέκακα ενώ εσύ γδύνεσαι πρώτα το παντελόνι που αποκαλύπτει τις σκελετωμένες σου τριχώδεις γάμπες και μετά τα καλτσάκια σου, ύστερα αναμοχλεύεις τη φυγόκεντρο μες στο χυτό σου εσώρουχο ενώ γυμνώνεις το στήθος σου πλάκες πεζοδρομίων κρύες αποζητούν σε κάθε πάτημα τη θερμότητά σου, αφήνεις να πέσει και το έσχατο σου ανάχωμα στο πάτωμα, με κοιτάς με το βλέμμα στηλωμένο- δεν γίνεται, λέω
πώς να κυοφορήσω γένος άγονο, χώμα άτεγκτο την ομορφιά σου
που δεν μπορώ να βρω το δρόμο για το σπίτι χωρίς να σε ρωτήσω πού πάμε τώρα
αυτά τα παιδιά θα γεννηθούν τυφλά σαν τυφλοπόντικες, θα τρώνε χώμα θα ζέχνουν αίμα, θα τραγουδούν μόνο δε θα μιλούν, θα χώνουνε νυστέρια βαθιά στο δέρμα τους χωρίς να μπορούν να πεθάνουν, θα κρεμιούνται από δέντρα ανασαίνοντας κοφτά και τα πόδια τους θ' αγγίζουνε το χώμα
καταραμένα και διαρκώς γεμάτα ζωή-τα παιδιά που γέννησα για σένα, εσύ τώρα πατέρας όλων- ένας μικρός πολύ μικρός θεός θα τα πάρεις υπό την κηδεμονία σου ενώ εγώ μακρυά
πολύ μακρυά από σένα φεύγω
ψιλοκομμένος αρακάς και καναβούρι με περιμένει άπλετο στην ταϊστρα
όταν σε ανατρέπω μέσα μου τα όνειρά μου χάνουν το ασπρόμαυρο φόντο τους γεμίζουν μπλε με κίτρινες σπίθες που καψαλίζουν τα φρύδια μου όπως όταν πάω ν' ανάψω αποτσίγαρο με φλόγιστρο
μα γιατί δεν γίνεται αναρωτιέται ένας ψύλλος που χει κατακάτσει στη ντουλάπα μου μετά από κάτι χρόνια διακοπών να συνεχίσει αυτό το πετυχημένο έργο, το κοινό χαμογελά χαιρέκακα ενώ εσύ γδύνεσαι πρώτα το παντελόνι που αποκαλύπτει τις σκελετωμένες σου τριχώδεις γάμπες και μετά τα καλτσάκια σου, ύστερα αναμοχλεύεις τη φυγόκεντρο μες στο χυτό σου εσώρουχο ενώ γυμνώνεις το στήθος σου πλάκες πεζοδρομίων κρύες αποζητούν σε κάθε πάτημα τη θερμότητά σου, αφήνεις να πέσει και το έσχατο σου ανάχωμα στο πάτωμα, με κοιτάς με το βλέμμα στηλωμένο- δεν γίνεται, λέω
πώς να κυοφορήσω γένος άγονο, χώμα άτεγκτο την ομορφιά σου
που δεν μπορώ να βρω το δρόμο για το σπίτι χωρίς να σε ρωτήσω πού πάμε τώρα
αυτά τα παιδιά θα γεννηθούν τυφλά σαν τυφλοπόντικες, θα τρώνε χώμα θα ζέχνουν αίμα, θα τραγουδούν μόνο δε θα μιλούν, θα χώνουνε νυστέρια βαθιά στο δέρμα τους χωρίς να μπορούν να πεθάνουν, θα κρεμιούνται από δέντρα ανασαίνοντας κοφτά και τα πόδια τους θ' αγγίζουνε το χώμα
καταραμένα και διαρκώς γεμάτα ζωή-τα παιδιά που γέννησα για σένα, εσύ τώρα πατέρας όλων- ένας μικρός πολύ μικρός θεός θα τα πάρεις υπό την κηδεμονία σου ενώ εγώ μακρυά
πολύ μακρυά από σένα φεύγω
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου